Σάββατο 29 Φεβρουαρίου 2020

ΧΟΙΡΙΝΟ ΣΤΗ ΛΑΔΟΚΟΛΑ

Διαλέγουμε για κάθε μερίδα γύρω στα 250 γρ. χοιρινό κρέας κατά προτίμηση μπούτι. Σε μια λαδόκολλα μήκους μισού μέτρου βάζουμε το κρέας, κομμάτια πιπεριών από διάφορα χρώματα, λίγο κόλιανδρο φρέσκο, κρεμμύδι, φασκόμηλο και 50 γρ. κεφαλοτύρι σε κύβο.Επίσης λάδι,λίγο κρασί,αλάτι,πιπέρι.
Ψήνουμε για μα 1 ωρα και 45λεπτά  στους 160 βαθμούς. 

ΤΗΓΑΝΙΤΕΣ

Εύκολα και γρήγορα οι μαννάδες μας έφτιαχναν τηγανίτες και με υλικά που  πάντα υπάρχουν στο σπίτι. Ανακάτευαν όλα τα υλικά, έκαναν ένα χυλό και με ένα κουτάλι έριχναν στο τηγάνι την κάθε τηγανίτα.

200 γρ.αλεύρι που φουσκώνει μόνο του
150 ml νερό
μισό κουταλάκι αλάτι
μισό κουταλάκι λάδι.

η

200 γρ. αλεύρι μαλακό για πίτες ή αλεύρι για όλες τις χρήσεις
100 ml νερό χλιαρό
20 ml ελαιόλαδο
5 γρ. αλάτι 
1 φακελάκι ξηρή μαγιά η 50γρ.προζύμι


Οι συνδιασμοί είναι πάρα πολύ και η κάθε νοικοκυρά έκανε τις τηγανίτες με τον δικό της τρόπο.

Ένα γιαούρτι
150 γρ.αλεύρι
1/2 φλ.χυμός πορτοκαλιού
αλάτι
1 αυγό
κανέλα
1 κ.σ.λάδι
Ζάχαρη η μέλι
    η
1κ.αλεύρι
1κ.γάλα
1 αυγό
1κ.σ.ζάχαρη
      η
Ταχυνόπιτα
Ανακατεύουμε το αλεύρι,το αλάτι και το νερό.Κάνουμε μια πολύ λεπτή ζύμη.Τηγανίζουμε σε αντικολητικό τηγάνι.Αλείφουμε με ταχίνι αραιωμένο με νερό.Ρίχνουμε σουσάμι .αλάτι,


Παρασκευή 28 Φεβρουαρίου 2020

ΟΒΡΙΕΣ


Πολλοί  μπερδεύουν τις οβριές με τα σπαράγγια γιατί ορθώνουν τα βλαστάρια τους.Ξεχωρίζουν όμως γιατί είναι πιο ανοιχτοπράσινες και πιο λεπτές Οι οβριές τρώγονται μόνο μαγειρεμένες καθώς ωμές έχουν τοξικότητα.Μαζεύουμε απο τον Φλεβάρη έως τον Μάρτη σε ακαλλιέργητα και σκιερά μέρη.Τρώγονται βραστές σούπα μόνο με νερό. Βάζοντας ξύδι παίρνει κόκκινο χρώμα.

ΣΟΥΤΖΟΥΚΙΑ



Σπάζουμε τις κοκόσες(ξερά καρύδια) με πολύ προσοχή, κόβουμε στη μέση,τα βρέχουμε να φουσκώσουν και να μαλακώσουν, και τα περνάμε με βελόνα σε δυνατή  κλωστή.Το μήκος της κλωστής με τα καρύδια (αν θέλετε μπορείται και να καβουρδίσετε) μπορεί να φτάσει από 30 πόντους έως και ένα μέτρο. Κρεμάμε τα καρύδια εξω στον αερα και τον ήλιο να ξεραθούν κι άλλο.

ΜΟΥΣΤΑΛΕΥΡΙΑ




Άγνωστο από πότε φτιάχνεται η μουσταλευριά στον ελληνικό χώρο. Ξέρουμε όμως ότι στο Βυζάντιο αναφέρεται σαν οινούντα «αποτελούμενον εξ αλεύρου μετά γλεύκους βρασθέντος».

Βράζουμε το καθαρισμένο μούστο(4μέρη) και  λίγο πριν βράσει ρίχνουμε αλεύρι(1μέρος). Ανακατεύουμε συνέχεια για να μην σβολιάσει.

ΠΕΤΙΜΕΖΙ



Από την αρχαιότητα είναι γνωστό το πετιμέζι με  αναφορές σε πολλά κείμενα αρχαίων ακόμα και συνταγές. Στα βιβλία του Αθήναιου υπάρχουν αναφορές για το πετιμέζι, την κρητική γλυκίνα (ένα είδος ψωμιού με μούστο και ελαιόλαδο), ενώ και ο Απίκιος είχε γράψει για μια σάλτσα με βάση το βρασμένο χυμό σταφυλιού και τις σταφίδες και μια άλλη με χοιρινό κρέας μαγειρεμένο σε μούστο με δαμάσκηνα.
Βάζουμε σε κατσαρόλα  το μούστο  και ενώ βράζει ρίχνουμε μέσα σε γάζα σφιχτοδεμένη στάχτη η μαρμαρόσκονη.Απο 5 λίτρα μούστο παίρνουμε περίπου ενάμιση κιλό πετιμέζι.

ΤΟ ΚΑΘΑΡΙΣΜΑ ΤΟΥ ΜΟΥΣΤΟΥ




Βάζουμε το μούστο στη κατσαρόλσ και ρίχνουμε  το ασπρόχωμα λίγο πριν κοχλάσει. Αν τα βάλουμε στο κοχλασμό και μετά τότε θα ξεχειλίσει λόγω του απότομου αφρίσματος. Για κάθε λίτρο μούστου χρειαζόμαστε 1 κ.σ. ψιλοκοσκινισμένο ασπρόχωμα σφιχτοδεμένο σε γάζα.

ΦΕΤΑ

Η φέτα φτιάνεται από πρόβειο γάλα. Σωστή αναλογία για να αποκτήσει καλύτερη σκληρότητα είναι 70% γάλα πρόβειο και30% γάλα γίδινο,το οποίο  κατεβάζει και  τα λιπαρά.

1) Σουρώνουμε  το γάλα.Το περνάμε από σουρωτήρι η τουλπάνι.
 2)Βράζουμε το γάλα για πάνω από 90 βαθμούς για να παστεριωθεί. Η παστερίωση ξεκινάει από τους 65 βαθμούς αλλά θέλουμε να είμαστε σίγουροι και φτάνουμε στους 90.Αρχίζει να αχνίζει και να βγάζει αφρό.
3)Βγάζουμε το γάλα από τη φωτιά και περιμένουμε να πέσει στους 35(34-36 είναι η θερμοκρασία πήξης) βαθμούς.Για να κατέβει πιο γρήγορα η θερμοκρασία  βάζουμε τη κατσαρόλα σε κρύο νερό.
4)Ανακατεύομε  σε ένα φλυτζάνι  μισή κουταλιά πιτιάς (0,3γρ), λίγο νερό και ένα κουτάλι αλάτι.Ρίχνουμε το μείγμα στο γάλα και ανακατεύουμε καλά.Η πάρα πάνω πιτιά κάνει το τυρί να πιπερίζει. Περιμένουμε να πήξει. Αν δεν έχουμε πιτιά βάζουμε μισή κουταλιά ξινό. Αν το τυρί μας το φάμε φρέσκο μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε λεμόνι η ξίδι,σε περίπτωση όμως που έχουμε σκοπό να το αφήσουμε να γίνει για 60 ημέρες, τα αρώματα αυτά θα φανούν.Αφήνουμε το γάλα ακίνητο και αρχίζει να γίνεται τυρόπηγμα.Κόβουμε το τυρί με την κουτάλα και σπάμε τα μεγάλα κομμάτια. .Αγήνουμε ένα τέταρτο να ηρεμήσει.Το μαζεύουμε  με τα  χέρια και το ξεχωρίζουμε από το τυρόγαλο.Περνάμε την τσαντίλα κάτω από το τυρί και το βάζουμε μέσα στη τσαντίλα
 5)Μεταφέρουμε το  τυρόπηγμα  με την  τσαντίλα, κρεμάμε, και περιμένουμε να φύγουν τα υγρά.Για ευκολία βάζουμε την τσαντίλα σε καλούπι. Βάζουμε μια λεκάνη από κάτω για να μαζέψουμε το τυρόγαλο. Σε 4-5 ώρες αρχίζει να σταθεροποιείται και να γίνεται τυρί. Γυρίζουμε την τσαντίλα μέσα στο καλούπι και περιμένουμε άλλε 3-4 ώρες. 
6)Βάζουμε το τυρί σε ένα ταψί. Κόβουμε στη μέση και αλατίζουμε. Συνεχίζουμε το αλάτισμα για τις επόμενες 5-6 ημέρες.
7)Βάζουμε το τυρί μας σε δοχείο με άλμη (7%αλάτι και το υπόλοιπο νερό). Για άλμη μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε και το τυρόγαλο αφού βάλουμε αλάτι.Η φέτα θα είναι ώριμη  σε 60 ημέρες
Ανθότυρο μυζήθρα
Το τυρόγαλο που θα μαζέψουμε από την λεκάνη  το ξαναβράζουμε στους 60 βαθμούς ρίχνουμε γάλα παστεριωμένο.Ανεβάζουμε ως τους 80 βαθμούς και ότι ανεβαίνει στην επιφάνεια το μαζεύουμε,το βάζουμε στην τσαντίλα. Αυτό είναι το ανθότυρο που με αλάτισμα και αν το αφήσουμε να ξεραθεί γίνεται μυζήθρα.

Πρόσγαλο:Είναι το επιπλέον γάλα που κρατάμε στην άκρη κα το βάζουμε μετά για φτιάξουμε μυζήθρα,μανούρι κλπ

Πέμπτη 27 Φεβρουαρίου 2020

ΚΡΙΤΑΜΟ


Το συναντούμε σε παραθαλάσσια και αμμουδερά μέρη.Είναι ένα φαγώσιμο, αρωματικό φυτό με ισχυρό άρωμα και γεύση, το οποίο είναι συγχρόνως εξαιρετικά υγιεινό, καθώς περιέχει στα συστατικά του ένα ευρύ φάσμα από βιταμίνες, μέταλλα και αντιοξειδωτικά.Τα τρυφερά βλαστάρια κα τα φύλλα του μαζεύονται από τον Απρίλιο έως το Ιούνιο.Χρησιμοποιείται σε σαλάτες όπως η χωριάτικη και η πατατοσαλάτα ενώ οι βλαστοί και τα άνθη του τηγανίζονται στις ομελέτες.  Επίσης, μπορούν να αποτελέσει  συνοδευτικό ψαριών και κρεάτων.

ΤΟΥΡΣΙ

Μαζεύουμε τα τρυφερά βλαστάρια με τα φύλλα. Τα πλένουμε πολύ καλά. Σε νερό με αλάτι που κοχλάζει ρίχνουμε το κρίταμο για 2-3 λεπτά. Μόλις τα βγάλουμε τα ρίχνουμε σε  παγωμένο νερό για να μην χάσουν το χρώμα τους. Αφαιρούμε και τα αφήνουμε να στεγνώσουν καλά.Τα βάζουμε σε βάζα και τα γεμίζουμε με ξύδι. Μετά δυο ημέρες αφαιρούμε το ξίδι βάζουμε λάδι και σφραγίζουμε.
Επίσης διατηρείται καλά και σε βάζο με ξύδι, νερό και αλάτι.

Δείτε: Αποστήρωση βάζων

Τετάρτη 26 Φεβρουαρίου 2020

ΑΠΟΣΤΕΙΡΩΣΗ ΒΑΖΩΝ ΓΙΑ ΚΟΝΣΕΡΒΑ

Καθαρίζουμε πολύ καλά τα βάζα και τα καπάκια τους με ελάχιστο απορρυπαντικό και ζεστό νερό. Ξεπλένουμε πάρα πολύ καλά. Βάζουμε στη σχάρα του φούρνου μια καθαρή πετσέτα και βάζουμε τα βάζα ανάποδα και δίπλα τους τα καπάκια.

ΓΛΥΣΤΡΙΔΑ ΤΟΥΡΣΙ


Η αντράκλα η τρέβλα, γνωστή και ως γλιστρίδα (Portulaca oleracea), είναι ένα πράσινο, φυλλώδες φυτό που αναπτύσσεται από τα τέλη της άνοιξης μέχρι τις αρχές του φθινοπώρου και μπορεί να καταναλωθεί ωμό ή μαγειρεμένο.Οι τρυφερές κορφές της τρώγονται σε ωμές σ σαλάτες , κυρίως χωριάτικες, σαλάτες γιαουρτιού, τουρσί ή 


βραστές με μπόλικο λεμόνι ως συνοδευτικό για ψάρια ή κρεατικά.
Τα Ω3 λιπαρά που περιέχει ανταγωνίζεται τα λιπαρά των ψαριών. Χρησιμοποιείται και ως βότανο, κατάλληλο καθαρτικό του αίματος, καθώς επίσης και διουρητικό.  



ΤΟΥΡΣΙ

Κόβουμε  τις  τρυφερές κορφές,  τις πλένουμε  πολύ καλά  και  τις  ζεματάμε σε  καυτό  νερό για 2-3 λεπτά.Τις κάνουμε τουρσί με μπόλικο ξύδι(1/3 του υγρού), χοντρό αλάτι(1/8), λίγο λάδι για να σκεπαστεί . Μπορούμε να προσθέσουμε ανάλογα τα γούστα μας, καυτερές πιπεριές, σκόρδο, λεμόνι, πιπέρι, κόλιανδρο, ακόμη και λίγο ζάχαρη. Συμπληρώνουμε με    καυτό νερό. 
Δείτε:Τρόπος κονσερβοποίησης

Τρίτη 25 Φεβρουαρίου 2020

Η ΚΟΥΖΙΝΑ ΤΗΣ ΣΤΕΝΗΣ

Η Στενιώτικη κουζίνα ξεχωρίζει για τα φρέσκα υλικά, τη γευστικότητα, τη διατροφική της αξία και τη σοφία των παραδοσιακών συνταγών που μεταφέρονται από γενιά σε γενιά.
Βάση της, είναι η παραδοσιακή ελληνική  μαγειρική, με τοπικά πιάτα από υλικά που παράγει ο τόπος. 
Κατά τα χρόνια της τουρκοκρατίας αλλά και τα μεταγενέστερα χρόνια  το χωριό υπήρξε καταφύγιο πολλών Ελλήνων, οι οποίοι έφεραν μαζί τους, τα ήθη και έθιμα τους, τις παραδόσεις τους, αλλά και τις  συνταγές τους. 
Αρκετοί Ηπειρώτες αλλά και  κάποιες οικογένειες Βλάχων, Σαρακατσάνων, Ρουμελιωτών έως και οικογένειες από την Κρήτη κρύφτηκαν στη θρυλική ''Κλεισούρα'', που τους πρόσφερε την προστασία της.

Υπήρξε ανεπτυγμένη αγροτική οικονομία  στην περιοχή με πολλούς κτηνοτρόφους και όπως όλα τα αγροτικά νοικοκυριά με πλήρη αυτάρκεια.
 Είχαν τα χωράφια τους για την παραγωγή σιτηρών και δημητριακών, το περιβόλι τους για τα λαχανικά τους, τα οικοσιτά ζώα τους για το γάλα, τα αυγά και το κρέας, το γουρούνι με όλα τα παραγωγα του κρεατός του.Είχαν το αμπέλι τους για το κρασί της χρονιάς και τα προϊόντα του μούστου.Το πλούσιο δάσος με τα κάστανα, τα χόρτα, τις μανίτες, τα αρωματικά φυτά και βότανα.



Η παραγωγή της Στενής σε σιτηρά και δημητριακά











Μονάδα μέτρησης σιτηρών της εποχής ήταν η Τάλια. 
Η Τάλια αντιστοιχούσε σε 9-12 οκάδες αναλόγως τον καρπό. 
Μια οκά είναι 1288 γραμμάρια. Από το 1860 έως το 1900, όπως έχει καταγραφεί στο «Χρονικό της Στενής», ένας καλός παραγωγός και με ιδανικές συνθήκες παρήγαγε  κάθε χρόνο 50 τάλιες σιτάρι, 20 τάλιες κριθάρι, 20 τάλιες καλαμπόκι, 20 τάλιες φάβα, 25 τάλιες ρεβίθια.Από αυτή την παραγωγή έπρεπε να κρατήσουν το σπόρο και για την επόμενη χρονιά, που σε μερικά είδη μπορεί να χρειαζόταν κι ο μισός. 
Οι αποδόσεις εκείνη την περίοδο δεν ήταν πολύ υψηλές μιας κι ο μόνος τρόπος για να αυξηθεί η παραγωγή ήταν η αμειψισπορά, ένα σύστημα που ακολουθούσαν όλα τα χρόνια. Διάλεγαν περιοχές και έβαζαν την ίδια καλλιέργεια. Την επόμενη χρονιά άλλαζαν περιοχή και σε αυτό συμμετείχαν όλοι. Στις περιοχές που τα χώματα ήταν φτωχά έβαζαν τα «ψ’μοκρίθαρα» τα οποία χρησιμοποιούσαν οι πιο πολλοί για ζωοτροφή. Καλλιεργούσαν ακόμα και στις πιο απότομες πλαγιές που είχαν χώμα. Αν δεν μπορούσαν να πάνε τα ζώα, το σκάψιμο γινόταν με την τσάπα. 
Οι ανάγκες τούς υποχρέωναν να μην αφήνουν πιθαμή γης ακαλλιέργητη. Ακόμα και τα μανάρια που έπαιρναν μαζί τους στο θέρο, τα έδεναν με κοντό σκοινί,  έκοβαν χόρτα και τα τάιζαν, επειδή δεν υπήρχε χέρσο χωράφι για να βοσκήσουν.



 Τέλη Μάη ξεκινούσαν τα καρποθέρια, την συγκομιδή  δηλαδή των όσπριων και των δημητριακών.
Ακολουθούσε ο θέρος και τον Ιούλιο σειρά έπαιρναν οι βαλμάδες για το αλώνισμα. Ο καρπός έμπαινε στο αμπάρι και ήταν έτοιμος για το μύλο.





Το ψωμί

Όταν ήμουν μικρός πάντα μου έκανε εντύπωση ο τρόπος που αντιμετώπιζαν το ψωμί οι ηλικιωμένοι συμπατριώτες μου. Όταν ένα κομμάτι ψωμί έπεφτε κάτω, το έπιαναν με πολλή προσοχή, το φιλούσαν και  έκαναν το σταυρό τους. Ήμουν πολύ μικρός και κάθε φορά που γινόταν αυτό το αντιμετώπιζα με ένα συγκαταβατικό χαμόγελο προς τους συνομήλικούς μου. Χρειάστηκε να με πάρει μια φορά ο παππούς μου αρχικά στο όργωμα που μάλιστα γινόταν πια με τον ξεκούραστο τρόπο, δηλαδή άλογο και σιδερένιο αλέτρι και κατόπιν το καλοκαίρι στο αλώνισμα για να καταλάβω πόσο δύσκολα έβγαινε το ψωμί. Φανταστείτε να είχα πάει και στο θέρο! Βέβαια ο κόπος συνεχιζόταν σε όλα  τα στάδια, ώσπου να βγει το καρβέλι από το φούρνο. Η προετοιμασία για το ζύμωμα ξεκινούσε από το προηγούμενο βράδυ. Έπαιρναν το  ζυμάρι που είχαν κρατήσει από προηγούμενο ζύμωμα, έβαζαν λίγο χλιαρό νερό και λίγο αλεύρι. Αυτό ήταν το  λεγόμενο «ανάπιασμα». Ως το πρωί αυτό είχε φουσκώσει, «αναβατίσει» όπως το έλεγαν. Το ανακάτευαν στη σκάφη με αλεύρι, νερό και λίγο αλάτι, ζύμωναν και έδιναν το σχήμα του καρβελιού το λεγόμενο «πχέρσμα». Τοποθετούσαν τα καρβέλια στην πινακωτή τα σκέπαζαν να είναι ίναι ζεστά και περίμεναν να φουσκώσουν οπότε και ήταν έτοιμα για φούρνισμα.



Στην Πάνω Στενή η κάθε γειτονιά είχε το φούρνο της. Αυτός ήταν ιδιοκτησία κάποιου, αλλά τον χρησιμοποιούσε και όλη η γειτονιά. Στην Κάτω Στενή που υπήρχε περισσότερος χώρος, το κάθε σπίτι είχε το δικό του φούρνο. Έως δώδεκα καρβέλια χώραγαν οι κανονικοί φούρνοι, ενώ οι μικροί τέσσερα με πέντε. Οι χαμόφουρνοι ήταν πρόχειρες κατασκευές που έφτιαχναν συνήθως στα κονάκια τους και σε λίγες περιπτώσεις στο χωριό.







Από το αλεύρι



     Από το αλεύρι που προερχόταν από την άλεση του σιταριού οι Στενιώτες έφτιαχναν ψωμί, φύλλο (χυλοπίτες), τραχανά γλυκό, τραχανά ξινό, μπουλουγούρι, ενώ αν υπήρχε το αλεύρι στον ντάλαρο μπορούσαν ανά πάσα στιγμή να φτιάξουν τηγανόψωμα, καλαπόδια, σταχτοκουλούρες, π’ταλιές, κουρκούτι, κουρκόπιτα και φτιαχτά μακαρόνια, αλλά και γλυκά, όπως τηγανίτες (λουκουμάδες), μπακλαβά, μελομακάρονα και δίπλες.



Από το κριθάρι έφτιαχναν το κριθαρένιο ψωμί και το πολύσπορο (σμιγάδι).
Από το καλαμπόκι την μπομπότα, την κατσαμάγκα.



Το καλαπόδι είναι το πιο γευστικό τυροπιτάρι της Στενής. Ανοίγουν φύλλο, ανακατεύουν ξινοτύρι (στη σημερινή εποχή φέτα) με αυγά και γεμίζουν το φύλο με αυτό το μείγμα και δίνοντάς του σχήμα φακέλου. Σε όλη τη διάρκεια του τηγανίσματος η νοικοκυρά πατάει με το πιρούνι της το καλαπόδι για να τηγανιστεί καλύτερα. Για τα τηγανοψώματα (τηγανόψωμα)  φτιάχνουν ζυμάρι το πλάθουν και στη μέση βάζουν το τυρί ή κάποιες φορές και χόρτα, ειδικά στις νηστείες. Του δίνουν το στρογγυλό σχήμα μέσα στο τηγάνι. Η π’ταλιά είναι επίσης τηγανόψωμο αλλά χωρίς τυρί. Τρώγεται σκέτη ή με μέλι πάνω της.


Τα εστιατόρια και οι ταβέρνες ψήνουν νοστιμότατα παϊδάκια, αρνί ψητό, κοκορέτσι,αρνάκι και κατσικάκι κοκκινιστό ή στο φούρνο, ντόπια λουκάνικα, κοντοσούβλι, γαρδούμπες, κοκορέτσι, μαγειρευτά κλπ

Από τα τυριά ξεχωρίζει η φέτα,  η φρέσκια και η ξερή μυζήθρα, το ξινοτύρι το γιαούρτι,το τουλουμίσιο τυρί.
Φημισμένες είναι οι τοπικές πίτες:
καλαπόδι
πταλιά
τυροπιτάρι
τηγανόψωμο με τυρί η με χόρτα


Άλλα χαρακτηριστικά παραδοσιακά πιάτα είναι: 
-Μανίτες
-Φάβα 
-Γλυκός και ξινός τραχανάς
-Μακαρόνια χειροποίητα
-Χυλοπίτες

Δευτέρα 24 Φεβρουαρίου 2020

ΚΤΗΝΟΤΡΟΦΙΑ ΓΝΗΣΙΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΖΩΩΝ



 


Τα τελευταία χρόνια υπάρχει μια τάση φυγής νέων (αλλά και λιγότερο νέων) από τα μεγάλα αστικά κέντρα, είτε από επιλογή –αυτό θα ήταν και το βέλτιστο- είτε από ανάγκη.
Αν σκέφτεστε την επιστροφή στην ύπαιθρο, η ενασχόληση με την κτηνοτροφία γνήσιων ελληνικών ζώων είναι μια καλή λύση, με συγκριτικά οφέλη για το περιβάλλον και την εγχώρια αγροτική οικονομία. Το υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης επιδοτεί με 8 εκατ. ευρώ 31 ελληνικές φυλές που οδηγούνται στην εξαφάνιση, εξαιτίας της επικράτησης των ξένων ειδών. Πρόκειται για βοοειδή, πρόβατα, κατσίκες, γουρούνια και άλογα που κάποτε ευημερούσαν στις περισσότερες περιοχές της χώρας, αλλά τις τελευταίες δεκαετίες οι πληθυσμοί τους «πνέουν τα λοίσθια».

Βοοειδή: Ανθεκτικά και μικρόσωμα
η ελληνική βραχυκερατική φυλή
 Οι ντόπιες ποικιλίες βοοειδών παραμερίστηκαν με τα χρόνια, για να αντικατασταθούν με ζώα από το εξωτερικό, που θεωρήθηκαν πιο παραγωγικά. «Τα ελληνικά βοοειδή είναι μικρότερα σε μέγεθος, επειδή έχουν προσαρμοστεί στο ορεινό ανάγλυφο της χώρας. Ο κάτοικος ενός βουνού, για παράδειγμα, δεν θα μπορούσε να έχει μια μεγάλη αγελάδα, οπότε προτίμησε μια μικρόσωμη που να μπορεί να βόσκει μόνη της, να σκαρφαλώνει στα βουνά και να επιβιώνει στις κλιματικές συνθήκες», εξηγεί ο αναπληρωτής καθηγητής Ζωολογίας στο Εθνικό Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Τάσος Λεγάκης. Χαρακτηριστικό είδος είναι η ελληνική βραχυκερατική φυλή, μια πολύ μικρόσωμη ξανθοκόκκινη αγελάδα που απαντάται στις Πρέσπες. Άλλες φυλές που απειλούνται είναι οι: αγελάδες Κατερίνης, Τήνου και Κέας στις Κυκλάδες, Ζακύνθου, Συκιάς στη Χαλκιδική, Κύμης, Φλώρινας, σαρακατσάνικες και οι αγελάδες Γλώσσας Σκοπέλου. «Για να αυξήσουν την παραγωγή γάλακτος και κρέατος, οι κτηνοτρόφοι εγκατέλειψαν τα μικρότερα ζώα και εισήγαγαν μεγαλύτερες αγελάδες από το εξωτερικό», επισημαίνει ο καθηγητής.
Ο Ελληνικός Βούβαλος
 Το ίδιο συνέβη και με τον ελληνικό βούβαλο, που κάποτε κατέκλυζε τους υγροβιότοπους της βόρειας Ελλάδας και ο πληθυσμός του έφτασε τα όρια της εξαφάνισης τη δεκαετία του ’90. Τα τελευταία χρόνια, γίνεται μια σημαντική προσπάθεια ανάκαμψης του αριθμού των βουβαλιών, η οποία έχει φέρει αποτελέσματα στην περιοχή της Κερκίνης στον νομό Σερρών, όπου εκτρέφονται περίπου 1.600 από τα 2.000 βουβάλια που υπάρχουν συνολικά σε όλη τη χώρα. «Η διατήρηση των ελληνικών βοοειδών είναι απαραίτητη και για λόγους προστασίας της δημόσιας υγείας και αυτό φάνηκε την περίοδο που ξέσπασε η νόσος των “τρελών αγελάδων”, όταν οι ντόπιες φυλές δεν είχαν προσβληθεί», αναφέρει ο Τ. Λεγάκης.
Αίγες: Ραγδαία μείωση του πληθυσμού τους. 
 Η γίδα της Σκοπέλου είναι ένα από τα πιο αναπαραγωγικά ζώα στην Ευρώπη, αλλά ο πληθυσμός της είναι πολύ μικρός και κινδυνεύει να συρρικνωθεί ακόμη περισσότερο. Από τα 10.000 ζώα που υπήρχαν παλαιότερα στη Σκόπελο, σήμερα υπάρχουν μόλις 4.000 και ακόμη 1.000 στην Αλόννησο. Πρόκειται για ένα κοκκινωπό, μεγαλόσωμο ζώο, με χαρακτηριστικά κέρατα, το οποίο, εκτός από τα δύο νησιά, ζει στο Πήλιο και σε βραχονησίδες γύρω από τις Σποράδες σε άγρια κατάσταση. «Είμαστε 4-5 άνθρωποι που έχουμε γίδες στο νησί. Πουλάμε κρέας και γάλα, με το οποίο φτιάχνουμε το τοπικό τυρί, αλλά κυρίως πουλάμε κατσίκια αναπαραγωγής σε όλη την Ελλάδα από το 1984», λέει στη Real planet ο πρόεδρος του κτηνοτροφικού συνεταιρισμού εκτροφέων αιγών φυλής Σκοπέλου, Κώστας Μπετσάνης. « Θα μπορούσε να υπάρχει μεγαλύτερη ζήτηση, αν δεν ήταν τόσο μεγάλος ο ανταγωνισμός από τα ζώα που έρχονται από το εξωτερικό. 
Γίδες Σκοπέλου
Βέβαια, είμαστε λίγοι και δεν μπορούμε να προωθήσουμε τη γίδα παραέξω. Μας λείπουν οι υποδομές, έχουμε παραδοσιακές καλύβες, γιατί δεν μπορούμε να κάνουμε σταβλικές εγκαταστάσεις, ενώ για δέκα χρόνια δεν είχαμε ούτε σφαγείο ούτε κρεοπωλείο, γι’ αυτό μειώθηκε ο πληθυσμός».
Πρόβατα: Απειλούν δεκαεπτά παραδοσιακές φυλές
Πρόβατο παραδοσιακό Ελληνικό Αγρινίου
 Κάποτε υπήρχαν περίπου 30 ελληνικές φυλές προβάτων, ενώ σήμερα «επιβιώνουν» μόλις 6-7 φυλές, χωρίς να διατρέχουν κίνδυνο εξαφάνισης. Υπό απειλή βρίσκονται δεκαεπτά παραδοσιακές φυλές: το πρόβατο Αγρινίου που εκτρέφεται στην Αιτωλοακαρνανία και την Αρτα, το πρόβατο Θράκης, το Καλαρρύτικο στην Ήπειρο  τη Θεσσαλία και την Αιτωλοακαρνανία, το πρόβατο Πηλίου που απαντάται στη Μαγνησία και τη Λάρισα, οι φυλές Καταφυγίου και Ρουμλουκίου που εκτρέφονται στη δυτική και την κεντρική Μακεδονία, το πρόβατο Δράμας, το πρόβατο Ικαρίας, το πρόβατο Αργους, Λευκίμμης Κέρκυρας και Σερρών. Τα περισσότερα από αυτά μετρούν μόλις μερικές εκατοντάδες άτομα, ενώ για να θεωρηθεί μια φυλή πρόβατου απειλούμενη πρέπει να έχει πληθυσμό μικρότερο από 10.000. Η δραματική μείωση των ελληνικών προβάτων, παρά το γεγονός ότι πρόκειται για ζώα πλήρως εναρμονισμένα με το περιβάλλον της χώρας, οφείλεται, σύμφωνα με τον αναπληρωτή καθηγητή Ζωολογίας Τάσο Λεγάκη, στο γεγονός ότι «οι ελληνικές φυλές δεν είναι τόσο παραγωγικές και οι κτηνοτρόφοι προτιμούν τις εισαγόμενες ή τις διασταυρώσεις ντόπιων ζώων με ξένα».
Χοίροι: Μαύροι και σπάνιοι
Μαύρος Ελληνικός χοίρος κάνοντας "λασπόλουτρα"
 Το γνήσιο ελληνικό γουρούνι δεν είναι ροζ και άτριχο, αλλά μαύρο και μαλλιαρό. Μπορεί να ζήσει σε όλη την επικράτεια, όπως συνέβαινε παλαιότερα, πριν αντικατασταθεί από τους εισαγόμενους χοίρους εκτροφής, οι οποίοι αναπτύσσονται γρηγορότερα. Υπολογίζεται πως σε όλη την Ελλάδα δεν υπάρχουν πια περισσότερα από 2.000 ζώα. Πλήρως προσαρμοσμένο στις εγχώριες συνθήκες, το μαύρο γουρούνι τρέφεται με πουρνάρια, βελανίδια και άλλους καρπούς της ελληνικής υπαίθρου, γεγονός που κάνει το κρέας του ιδιαιτέρα νόστιμο. Η διαβίωσή του στη δύσβατη ενδοχώρα και τα νησιά δεν του επιτρέπει να αποκτήσει παχύ στρώμα λίπους όπως τα άλλα είδη χοίρων, που δεν κινούνται πολύ. Αυτός είναι και βασικός λόγος που οι περισσότεροι κτηνοτρόφοι προτιμούν τις πιο αποδοτικές ξένες ράτσες ή τις διασταυρώσεις ελληνικών με ξένες. «Το πρόβλημα είναι ότι ποτέ δεν αναδείχθηκαν τα ελληνικά προϊόντα, παρότι οι καταναλωτές τα προτιμούν. Αυτό γίνεται εις βάρος της αγροτικής οικονομίας και κατ’ επέκταση της εθνικής οικονομίας», λέει ο Δημήτρης Δήμου, ο οποίος εκτρέφει τα 200 εναπομείναντα καθαρόαιμα μαύρα γουρούνια στην Ελλάδα και σε όλη τη Μεσόγειο, στη φάρμα του στην Καλαμπάκα.
Άλογα: Όμορφα, άγρια και σε κίνδυνο!
Άγρια και ελεύθερα άλογα της Πίνδου
 Η μείωση του αριθμού των αλόγων στην Ελλάδα ακολούθησε την παγκόσμια τάση, καθώς σταδιακά τα άλογα έχασαν τη χρησιμότητά τους είτε ως μέσα μεταφοράς είτε ως αγροτικά και κτηνοτροφικά εργαλεία και αντικαταστάθηκαν από τις μηχανές. Οι ελληνικές φυλές που χρειάζονται ενίσχυση είναι: α) Τα άλογα της Πίνδου, καθαρόαιμα ανθεκτικά ζώα, που δεν έχουν υποστεί προσμίξεις με ξένες φυλές. β) Της Πηνείας, που ζουν στις ημιορεινές περιοχές της Hλείας και κατάγονται από τα αρχαία ελληνικά άλογα. Ξεχωρίζουν για τον πλαγιοτροχασμό, έναν ιδιαίτερο βηματισμό πολύ ξεκούραστο για τον αναβάτη. γ) Της Μεσσαράς, που είναι η αρχαιότερη φυλή της Ευρώπης και μοιάζουν με τα άλογα που εμφανίζονται στα μινωικά ευρήματα. δ) Το αλογάκι της Σκύρου, ένα από τα μικρότερα πόνι του κόσμου. Το μέγεθός τους είναι αποτέλεσμα φυσικής επιλογής, επειδή ζουν σε ένα περιβάλλον με λίγη βλάστηση και απότομο ανάγλυφο. Τα άλογα της Σκύρου είναι, πιθανότατα, αρχαία φυλή, καθώς μοιάζουν πολύ με εκείνα που είναι σκαλισμένα στη ζωφόρο του Παρθενώνα, και ε) Της Θεσσαλίας. Ακόμη μια αρχαία ελληνική φυλή, από την οποία προέρχεται ο Βουκεφάλας του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Της ΕΦΗΣ ΛΑΣΚΑ, Real.gr